σκεύρωμα

σκεύρωμα
και σκέβρωμα, το, Ν [σκευρώνω / σκεβρώνω]
1. η απώλεια τής ευθύτητας, τής οριζοντιότητας
2. μετατροπή στερεού σώματος από ίσιο σε στραβό υπό την επίδραση τής ξηρασίας ή τής υγρασίας
3. μτφ. κλίση προς τα εμπρός τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, που οφείλεται σε αρρώστια ή στα γηρατειά, κύρτωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκέβρωμα — το, Ν βλ. σκεύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”